ἀριστεροῦ

ἀριστεροῦ
ἀριστερός
left
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δομέστικος — Βυζαντινό εκκλησιαστικό, στρατιωτικό και πολιτικό αξίωμα. Προέρχεται από τη λατινική λέξη domesticus που σημαίνει υπηρέτης, θεράπων. Ο θρησκευτικός τίτλος δινόταν στους πρωτοψάλτες, στους επικεφαλής του δεξιού και του αριστερού χορού των ψαλτών… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… …   Dictionary of Greek

  • κορυφαίος — Ο επικεφαλής του Χορού στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο οποίος κανόνιζε τις μελωδίες και τον ρυθμό των χορικών ασμάτων. Ονομαζόταν επίσης μέσος αριστερού ή τρίτος αριστερού, επειδή τον Χορό αποτελούσαν πέντε πρόσωπα και εκείνος καθόταν στη μέση,… …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδάριος — Εκκλησιαστικός τίτλος που απονεμόταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε δύο κατώτερους κληρικούς, έργο των οποίων ήταν η συντήρηση και ο καθαρισμός των λαμπάδων των εκκλησιών. Επίσης, οι λ. κρατούσαν τις λαμπάδες την ώρα που εισερχόταν ο… …   Dictionary of Greek

  • πολύκλειτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος γλύπτης (άκμασε μεταξύ 460 – 420 π.Χ. περίπου), ένας από τους 3 μεγαλύτερους –μαζί με τον Μύρωνα και τον Φειδία– γλύπτες του 5ου αι. π.Χ. Ήταν κυρίως χαλκοπλάστης και ασχολήθηκε και θεωρητικά με την τέχνη του… …   Dictionary of Greek

  • προεκβολή — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προεκβάλλω, προέκταση, προεξοχή 2. συνεκδ. το τμήμα που προεξέχει 3. φρ. «προεκβολή τού δεξιού [ή τού αριστερού] ποδιού» (αθλ.) μετάθεση τού δεξιού [ή τού αριστερού] ποδιού κατευθείαν εμπρός σε ορισμένη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… …   Dictionary of Greek

  • Andreas Papandreou — Infobox Prime Minister name =Andreas Georgiou Papandreou el. Ανδρέας Γεωργίου Παπανδρέου caption = order =3rd and 8th Prime Minister of the Third Hellenic Republic term start =October 21, 1981 term end =July 2, 1989 October 13, 1993ndash January… …   Wikipedia

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”